Τελετουργώντας εσωτερικά
Η βεδική yajna
Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό ΙΝΔΙΚΑ της ΕΛΙΝΕΠΑ
Yajña: Επισκοπώντας το νόημα της εσωτερικής θυσίας
Από την Κατερίνα Βασιλοπούλου-Σπίθα
Βαθιά ριζωμένη στην αρχαία ινδική σκέψη ήδη από την εποχή των Βεδών υπήρξε η έννοια της τελετουργίας (yajña). Προερχόμενη ετυμολογικά από τη ρηματική ρίζα “yaj” της οποίας τη σημασία αποδίδει στο Λεξικό του ο Monier Williams ως «λατρεύω, τιμώ, προσφέρω», η λέξη “yajña” φανερώνει την ανάγκη επαφής του αρχαίου Ινδού με τα διάφορα πρόσωπα που προσέδωσε στο Απόλυτο Ένα και αναγνώρισε ως «θεούς» (deva-s) του.
Τα τελετουργικά αποτέλεσαν τη λειτουργική «γλώσσα» μέσα από την οποία μπορούσε ευθυγραμμιζόμενος με την τάξη (ṛta) που χαρακτήριζε όλα τα μυστήρια του σύμπαντος να επικαλεστεί τη συνδρομή μιας θείας δύναμης για την πραγματοποίηση μιας ευχής του (για τέκνα, βροχή, βοοειδή). Γεννήτορας της τελετουργικής πράξης ήταν ο θεός της φωτιάς Agni, η παρουσία του οποίου απαιτούταν κάθε φορά που επιχειρούσε το άναμμα της φλόγας πάνω στον βωμό (kunda) της yajñashala του.
Για τον Ινδό εκείνων των χρόνων, πίσω από κάθε στοιχείο της τελετουργίας υπήρχε ένα σύμβολο με τη βοήθεια του οποίου προσπαθούσε όχι τόσο να αναπαραστήσει όσο να μορφοποιήσει την εν γένει άμορφη πραγματικότητα που συνιστούσε αυτό το Απόλυτο Ένα1.
Τον εξέχοντα ρόλο των τελετουργικών στη βεδική κοινωνία βεβαιώνουν τα Βράχμανα (Brāhmaṇas), κείμενα στα οποία περιγράφονται με ιδιαίτερη επιμέλεια οι τυπικές ιεροπραξίες κάθε θρησκευτικής τελετής, τα καθήκοντα των ιερέων καθώς και οι ύμνοι που πρέπει να ψάλλονται ανά περίσταση2. Από τις πληροφορίες που μας παραδίδουν μπορούμε να συμπεράνουμε πως τα τελετουργικά από την περίοδο του 8 αιώνα π.Χ.3 διακρίνονταν αφενός από πολυπλοκότητα τέτοιου βαθμού που καθιστούσε απαραίτητη τη συνδρομή μιας ομάδας ειδικών και αφετέρου από αριθμητική πληθώρα, δεδομένου ότι ήταν συνδεδεμένα με κάθε έκφανση της ζωής και όχι μόνο με κάποιο πολύ ξεχωριστό γεγονός ή λόγο.
Στο διευρυμένο αυτό πλαίσιο θρησκευτικών πρακτικών βρίσκουν θέση δίπλα στα πιο επίσημα και πιο σύνθετα τελετουργικά, όπως ήταν η θυσία του αλόγου (Ashvamedha)4 , τα καθημερινά τελετουργικά της φωτιάς (agnihotra), τα τελετουργικά αφιερωμένα στη νέα σελήνη και στην πανσέληνο (dārśapaurṇamāsa), στο ξεκίνημα των εποχών (της άνοιξης, των βροχών, του φθινοπώρου) (cāturmāsyāni) και στην περίοδο του θερισμού με την προσφορά των πρώτων καρπών (āgrayaṇa)5.
Η θυσία ως ερμηνευτικό πολύεδρο
Ερμηνευτικά, η λέξη “yajña” επικράτησε να έχει το νόημα της θυσίας, γεγονός το οποίο κατά μερικούς μελετητές χρήζει περαιτέρω διερεύνησης. Ο Pankaj J. στο άρθρο του “Reinterpretating Yajña as Vedic Sacrifice” επισημαίνει πως η έμφαση του στοιχείου της θυσίας έχει παραγκωνίσει άλλες σημαντικές πτυχές του ρόλου της yajña, όπως είναι αυτός της ενδυνάμωσης των κοινωνικών και πολιτικών δεσμών μεταξύ των συμμετεχόντων6 που στηρίζεται στην ανάγκη να λειτουργούν μαζί, ως αρμονικό όλο, ακόμα και για διάστημα αρκετών ημερών για τους σκοπούς συγκεκριμένων τελετουργικών.
Ακολουθώντας παρόμοια ερμηνευτική γραμμή, ο Kashyap R.L. σημειώνει ότι η λέξη «θυσία» δεν θα πρέπει να συνδεθεί με το αίσθημα λύπης ή μεταμέλειας που έχει κανείς όταν αναγκάζεται να εγκαταλείψει («θυσιάσει») ένα πολύτιμο πράγμα ή σκοπό στη ζωή του για κάποιον άλλο σκοπό. Στηρίζοντας την επιχειρηματολογία του στη σημασία των δύο συλλαβών της λέξης, “ya” που δηλώνει “προσπάθεια, αγώνα” και “jna” που έχει τη σημασία “ενός πράγματος που θεωρείται ιερό”, ο ίδιος μεταφράζει ως “yajña” την ενέργεια του να αγωνίζεται κανείς να αποκτήσει κάτι ιερό7.
Η παραπάνω τοποθέτηση υπογραμμίζει εμφατικά το είδος της προσφοράς και επίκλησης που συντελείται κατά τη yajña. Ως προς το πρώτο στοιχείο, η “dāna” (προσφορά) είναι μια πράξη στην οποία προχωρά ο αναθέτης οικειοθελώς (και όχι υποχρεωτικά), υποκινούμενος από ανιδιοτελή, σατβικά κίνητρα, την τάση του δηλαδή να σκεφτεί πάνω από το εγωιστικό του συμφέρον8. Στην εξασφάλιση του συγκεκριμένου τύπου προσφοράς προσβλέπουν οι πρακτικές “tapas” στις οποίες επιδίδεται για να μπορέσει να εξαγνίσει (tap σημαίνει «καθιστώ κάτι καυτό θερμαίνοντας το») το σώμα, τον νου και τον λόγο από «τοξικά» συναισθήματα, πράξεις και σκέψεις κάθε είδους, όπως πόθου (kāma), θυμού (krodha), απληστίας (lobha), ψευδαίσθησης (moha), αλαζονείας (mada) ή ζήλειας (mātsarya).
Από την άλλη πλευρά, το δεύτερο, εξίσου σημαντικό στοιχείο που τονίζει η παρούσα ερμηνεία της yajña είναι πως η επίκληση του αναθέτη δεν συνιστά ένα κάλεσμα κατά το οποίο η αντίστοιχη θεότητα με τη θεϊκή της δύναμη θα πραγματοποιήσει την ευχή του. Τα «ηνία» της πράξης αναλαμβάνει ο ίδιος προσπαθώντας να εμφυσήσει τη δύναμη μέσα του, αφού πρώτα έχει φροντίσει να καταστήσει τον εαυτό του δοχείο έτοιμο (με ένα καθαρό, δυνατό σώμα και νου) να την υποδεχτεί.
Η επιτυχής έκβαση αυτής της προσπάθειας είναι ό,τι θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «ιερό», «θαυμαστό», ή «θαυματουργικό» σχετικά με τη yajña. Ο όρος «θυσία», λοιπόν, περιλαμβάνει ένα σύνολο εννοιών και πρακτικών το οποίο καλούμαστε να προσεγγίσουμε πολύ προσεχτικά προκειμένου να τον προσεγγίσουμε στην ολότητα του, αποφεύγοντας να τον «χρωματίσουμε» μονομερώς ή και, πιθανόν, εντελώς λανθασμένα.
Η θυσία ως εσωτερικό τελετουργικό
Η δύναμη της “yajña” δεν βασίζεται μονάχα στην τήρηση ενός αυστηρού τελετουργικού πρωτοκόλλου το οποίο απαιτούσε τη διενέργεια κυρίως εξωτερικών δράσεων. Δεν περιορίζεται, εν ολίγοις, στα διάφορα καθήκοντα των ιερέων που λαμβάνουν μέρος, στην κατάλληλη απαγγελία των mantras που υποδεικνύει, μεταξύ άλλων, τη γνώση της σωστής εκφοράς τους ή στη διαδικασία καθαγίασης (dīkṣā) του αναθέτη του τελετουργικού (yagamāna) με την απομόνωση του από τους γύρω του και το λουτρό καθαρισμού του προτού εισπράξει τους καρπούς της προσφερόμενης θυσίας.
Πέρα από εξωτερική (bāhya), η yajña είναι και μια εσωτερική (antar) δράση. Εκτός, δηλαδή, από τον βιολογικό και κοινωνικό-πολιτικό συμβολισμό που έχει η yajña και είναι εμφανής στα μοτίβα που χρησιμοποιεί για να αποτυπώσει τη σχέση του ανθρώπου τόσο με το ευρύτερο φυσικό του περιβάλλον, τις δυνάμεις της φύσης, τον χρόνο και τον χώρο όσο και με τους άλλους ανθρώπους, έχει παράλληλα και έναν εσωτερικό συμβολισμό, καθώς λειτουργεί για τον αναθέτη ως πεδίο έρευνας των συναισθημάτων, σκέψεων του και τελικά του αληθινού εαυτού του9.
Για την ακρίβεια, καμιά εξωτερική θυσία δεν θεωρείται καθόλα ολοκληρωμένη, αν δεν ακολουθείται από μια αντίστοιχη εσωτερική. Η πρώτη ενεργεί ως ο σπινθήρας για το άναμμα μιας εσωτερικής φωτιάς της οποίας ο καπνός θα ψηλώσει, όπως ακριβώς θα συμβεί και με την εξωτερική, για να διαπεράσει όλους τους ενδιάμεσους τόπους (lokas) μέχρι να φτάσει το θεϊκό στρώμα.
Η εσωτερική θυσία, επομένως, δεν έχει λατρευτικό περιεχόμενο, στον βαθμό που δεν προβλέπει τον οραματισμό από τον αναθέτη, όπως από έναν πιστό, της εκάστοτε θεότητας και την απόδοση σε αυτήν προσφορών με τον νου, αλλά κυριότατα μεταμορφωτικό. Απώτερος σκοπός του yagamāna είναι, με άλλα λόγια, αποτελώντας ο ίδιος το αφιέρωμα του θυσιαστηρίου του (yūpa) να επιτύχει μια εσωτερική μεταμόρφωση, μεγέθους ικανού να εξασφαλίσει την πνευματική του έγερση.
Απώτερος σκοπός του yagamāna (αναθέτη) είναι, με άλλα λόγια, αποτελώντας ο ίδιος το αφιέρωμα του θυσιαστηρίου του (yūpa) να επιτύχει μια εσωτερική μεταμόρφωση, μεγέθους ικανού να εξασφαλίσει την πνευματική του έγερση.
Τη φύση της θυσίας ως εσωτερικού τελετουργικού βοηθούν να φωτίσουμε με τις αναφορές τους τα παρακάτω έργα.
ṚG VEDA
Η Puruṣha Sūkta είναι ένας ύμνος της Ṛg Veda (10.90) ο οποίος παρουσιάζει τη μυθική ιστορία της δημιουργίας του σύμπαντος από το ανώτερο Ένα που περιγράφεται ως Puruṣha. Σύμφωνα με την παρούσα sūkta, η κοσμική ολότητα υπήρξε το σώμα (pur) του Puruṣha, το οποίο απέκτησε εμπνεόμενος από την ίδια τη δημιουργική του θέληση, καθώς πρόσφερε την ουσία του ως τελετουργικό υλικό στην πρώτη θυσία που πραγματοποιήθηκε ποτέ και αποτέλεσε την απαρχή των πάντων.
Κατά την Puruṣha Sūkta δηλαδή όλο το σύμπαν (γνωστό και άγνωστο), από τους θεούς (devatas) και τους γαλαξίες μέχρι τα όντα αυτού του κόσμου (ζώα, ανθρώπινη ύπαρξη) και τα στοιχεία του (ήλιος, φεγγάρι, εποχές, γη, ουρανός), είναι αποτέλεσμα της δικής του αυτοθυσίας. Υπό το φως του συγκεκριμένου κειμένου, η πράξη της εσωτερικής θυσίας (yajña) από την πλευρά του απλού αναθέτη αποκτά διττό περιεχόμενο.
Δηλώνει τη σταθερή του πρόθεση καταρχάς να συντονιστεί με τον φυσικό, υπαρξιακό του προορισμό εκτείνοντας τη γνώση του πέρα από το εκδηλωμένο, το σύμπαν και τον εαυτό του, προς το ανεκδήλωτο, την ψυχή (jīva) όλων των ψυχών και πηγή όλης της δημιουργίας, το Απόλυτο Ένα. Αλλά και επιπλέον, ακολουθώντας τον κύκλο της δημιουργίας, καταστροφής και αναγέννησης στον οποίο ατέρμονα υπόκεινται οι κοσμικές δομές, να αναδημιουργήσει τις δικές του νοητικές δομές με σκοπό να ωφελήσει την κοινωνία, συμπορευόμενος με τη θέληση του Ενός10.
Στο Aitareya Brāhmaṇa, το τμήμα της Ṛg Veda που αποδίδεται στον riṣhi Mahidāsa Aitareya, βρίσκουμε στη θυσία των ζώων μία άλλη προέκταση της εσωτερικής θυσίας, καθώς το ζώο που θανατώνεται λειτουργεί ουσιαστικά ως συμβολισμός της θυσίας των ζωωδών ενστίκτων και παθών του yagamāna11.
Ένα άλλο μέρος της ίδιας Veda, το Sankhayana Āraṇyaka, περιγράφει το τελετουργικό της φωτιάς (agnihotra) ως μια διαδικασία που συνεχίζεται στο εσωτερικό του ανθρώπου. Ειδικότερα, η prāṇa, ο ζωτικός αέρας είναι ο βωμός Āhavanīya (ανατολική φωτιά), η apāna ο βωμός Gārhapatya (δυτική φωτιά), η vyāna ο βωμός Anvāhāryapacana (νότια φωτιά), ο νους είναι ο καπνός, ο θυμός οι φλόγες, τα δόντια τα φλεγόμενα κάρβουνα, η πίστη το νερό, ο λόγος το καύσιμο, η αλήθεια η προσφορά και ο γνώστης εαυτός η ευδαίμονα ουσία, η “rasa” (γεύση ή αίσθηση)12.
KRIṢHṆA YAJUR VEDA
Στο Taittirīya Āraṇyaka, ένα τμήμα της Kriṣhṇa Yajur Veda, απαντά μια ακόμη σειρά αναλογιών μεταξύ των διαφόρων πτυχών της εξωτερικής και της εσωτερικής yajña. Σύμφωνα με το πρώτο μέρος (anuvāka) τoυ τρίτου τμήματος (prashna) (3.1.1), chitti (η λειτουργία της σκέψης) αντιστοιχεί στο κουτάλι (sruk) με το οποίο γίνεται η προσφορά, chitta (ο νους) είναι το ghee της προσφοράς (ājyam), vak (ο λεπτοφυής λόγος) ο βωμός της φωτιάς (vedi), adhitam (τα λόγια που λέγονται) το ιερό γρασίδι όπου κάθονται οι θεοί (barhi), keto (οι διαισθητικές ακτίνες) οι καυτές φλόγες της φωτιάς (agni) στον βωμό, vijnata (η ικανότητα διάκρισης) η φωτιά (agni) που ανάβει στον βωμό, prāṇah (η ζωτική ενέργεια) αντιστοιχεί στις άλλες προσφορές (havi)( όπως τα ξύλα της φωτιάς, το ρύζι), vakpati (ο κύριος του λόγου) o ιερέας hota, manas (ο νους) ο ιερέας που αναλαμβάνει τον ψαλμό (chanting) των mantras (upavakta), τα saman (τα mantras) ο υπεύθυνος της τελετής ιερέας (adhvaryu)13.
UPANIṢAD-S
H Chāndogya Upaniṣad περιγράφει ως yajña το ταξίδι της ψυχής. Εκείνη αποτελεί τον yagamāna με τα αισθητηριακά όργανα του σώματος να έχουν τον ρόλο των ιερέων που συγκεντρώνονται για να την βοηθήσουν να εκτελέσει τη yajña. Σύμφωνα με την φιλοσοφική οπτική της Chāndogya, όλες οι πράξεις (karmas) μέσα από τις οποίες «υφαίνουμε» το νήμα της ζωής μας είναι οι προσφορές μας σε αυτή τη θυσία. Ως εκ τούτου, όλη η ζωή είναι θυσία.
“Όταν κανείς δεν ενδίδει στην πείνα, στη δίψα και απέχει από τις απολαύσεις-αυτή είναι η προπαρασκευαστική τελετή καθαγίασης του (dīkṣā)· και όταν τρώει, πίνει και χαίρεται τις απολαύσεις-εκτελεί τις upasada τελετές (κατά τις οποίες αποκλίνει λίγο από τη νηστεία)· όταν γελάει, διασκεδάζει και κάνει έρωτα-τραγουδάει τα άσματα και κάνει τις απαγγελίες των Ιερών Βιβλίων (Stuta Śāstra)· λιτότητα (tapas), γενναιοδωρία (dāna), ακεραιότητα (ārjana), ακακία (ahimsā) και ειλικρίνεια (satya)-αυτά είναι τα δώρα του στους ιερείς.”14
Στη Mahānārayaṇa Upaniṣad, μία από τις ελάσσονες Ουπανισάδες, συναντάμε μια παρόμοια ιδέα. Στο τελευταίο της κεφάλαιο, ειδικότερα, το ταξίδι της γνώσης του sannyasi εμφανίζεται ως θυσία. Αυτός, αναφέρει το κείμενο, είναι ο άνθρωπος της γνώσης του οποίου η πίστη είναι η γυναίκα του, το σώμα είναι το ιερό καύσιμο (idhma), το στήθος του είναι το μέρος (yūpa) της θυσίας, η τούφα των μαλλιών του η θυσιαστική σκούπα, η αγάπη του το ιερό ghee (καθαρό βούτυρο), ο λόγος του είναι ο ιερέας Hotṛ (ο ψαλμωδός της Ṛg Veda), η ανάσα του είναι ο ιερέας Udgātṛ (ο ψαλμωδός της Sāma Veda), τα μάτια του ο ιερέας Adhvaryu (ο ψαλμωδός της Yajur Veda), ο νους του το αντικείμενο της λατρείας του, η γνώση του είναι η θυσία του.15
Παραδείγματα στη γιόγκικη πρακτική
O μεγάλος «πατέρας της σύγχρονης γιόγκα» Tirumalai Krishnamacharya (1888-1989) τόνιζε ιδιαίτερα στα διδάγματα του, όπως μαθαίνουμε από τον μαθητή του A.G.Mohan16 , τη σημασία δύο καθημερινών, τελετουργικών πρακτικών, της πρακτικής του «Χαιρετισμού στο θείο κατά την ανατολή και δύση του ηλίου» (“sandhyāvandana17”) και της prāṇa agnihotra bhāvana. Την πρώτη, η οποία περιλαμβάνει τις πρακτικές της prāṇāyāma και του διαλογισμού στο gāyatrī mantra, συνήθιζε να συνιστά κατά τη μαρτυρία του Mohan ο Krishnamacharya στους μαθητές του ως μέσο ενίσχυσης της θέλησής τους έναντι της νωθρότητας (styāna), της αμφιβολίας (saṁśaya), της αμέλειας (pramāda) και των άλλων φυσικών και νοητικών εμποδίων που απαριθμούνται στη Γιόγκα Σούτρα (σούτρα Ι.30).
Πρόκειται για μια πρακτική στην οποία μπορούμε να εντοπίσουμε πολλά από τα στοιχεία της βεδικής εσωτερικής yajña, όπως είναι το στοιχείο του εσωτερικού συμβολισμού (ο εξωτερικός ήλιος συμβολίζει εδώ το φως της συνειδητότητας), την έμφαση στη σατβική πρόθεση του ασκούμενου να διαφωτίσει τον νου του όπως και την εξαγνιστική και μεταμορφωτική δράση που έχει η όλη τελετουργική διαδικασία καθώς ο ασκούμενος έχοντας καταστρέψει τα ακάθαρτα στοιχεία μέσα από την πραναγιάμα και τις παλιές λανθάνουσες εντυπώσεις (saṃskāras) μέσω του gāyatrī mantra, μεταμορφώνεται σε έναν νέο άνθρωπο διαλογιζόμενος στο mantra.
Την πρακτική του «Χαιρετισμού στο θείο κατά την ανατολή και δύση του ηλίου» (“sandhyāvandana”) συνήθιζε να συνιστά ο Krishnamacharya στους μαθητές του ως μέσο ενίσχυσης της θέλησής τους έναντι των εμποδίων που απαριθμούνται στη Γιόγκα Σούτρα (σούτρα Ι.30).
Η prāṇa agnihotra bhāvana είναι ένα άλλο εσωτερικό τελετουργικό κατά το οποίο ο ασκούμενος κάνει μια προσφορά στην πράνα, τη ζωτική ενέργεια μέσα του. Κατά τον Krishnamacharya καθεμιά από τις ακόλουθες λειτουργίες της πράνα επιτελεί τον ρόλο καθενός από τους συντελεστές της βεδικής yajña: η prāṇa vāyu τον ιερέα Hotr, η samāna vāyu τον ιερέα Adhvaryu, η udāna vāyu τον ιερέα Udgātṛ και η vyāna vāyu τον ιερέα Bramhā (ψαλμωδό της Atharva Veda και γενικού επόπτη). Η apāna vāyu έχει τον ρόλο της συζύγου (patni) που παρίσταται στην τελετή υποστηρικτικά, ενεργοποιώντας κατά την ανοδική της κίνηση την agni (τη φωτιά του πεπτικού) προκειμένου να γίνει η επεξεργασία της προσφερόμενης τροφής. Τέλος, ο αναθέτης (yagamāna) είναι ο ίδιος ο νους (manas).
“Η yajña είναι το εξωτερικό σύμβολο του εσωτερικού έργου…Είναι ταυτόχρονα
μια μάχη ενάντια στις εσωτερικές, σκοτεινές δυνάμεις, μια ανάβαση
στις ψηλότερες κορυφές του βουνού πέρα από τη γη, και ένα ταξίδι
στην άλλη ακτή, στο πιο μακρινό άπειρο”.
S.K. Ramachandra Rao
Σημειώσεις
[1] Smith, K.B., Reflections on Resemblance, Ritual and Religion, Oxford University Press, 1988, σ.50-51
[2] Θεοτόκης, K., Ιστορία της Ινδικής Λογοτεχνίας, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1993, σ. 38
[3] Olivelle, P., Upaniṣads, Oxford University Press, 1996, σ.xli
[4] Ο σκοπός της Ashvamedha ήταν κατά βάση πολιτικός, καθώς προοριζόταν να επιβεβαιώσει το δικαίωμα του βασιλιά να κυβερνά. Ο Talbott R. F. μας δίνει μια λεπτομερή περιγραφή της συνθετότητας που χαρακτήριζε ένα δημόσιο, επίσημο (śrauta) τελετουργικό, όπως αυτό, και προέβλεπε μεταξύ άλλων το άναμμα τριών φωτιών καθώς και την παρουσία ενός μεγάλου αριθμού εξειδικευμένων ιερέων που έφτανε τους 16. Βλ. Talbott R. F., Sacred Sacrifice: Ritual Paradigms in Vedic Religion and Early Christianity, Wipf and Stock Publishers, 1995, σ. 107-166
[5] Jamison, S.W., Witzel, M., Vedic Hinduism (ebook), Harvard University, 1992, σ. 39
[6] Pankaj, J., “Reinterpretating Yajña as Vedic Sacrifice”, Brahmavidya: Adyar Library Bulletin, 2011, σ. 161-178
[7] Ως παράδειγμα εφαρμογής του συγκεκριμένου ερμηνευτικού πρίσματος ο Kashyap R.L. αναφέρει τον όρο “jñāna yajña” της Bhagavad Gītā που δεν θα μπορούσε κατά τον ισχυρισμό του να υπαινίσσεται την παραίτηση αλλά τουναντίον την εντατική προσπάθεια του αναζητητή για την απόκτηση της ιερής γνώσης (jñāna). Βλ. Kashyap R.L., Inner Yajna for all-around perfection, SAKSHI, Bengaluru, 2018, σ.5
[8] Πραγματικό αποτέλεσμα στην επίκληση του αναθέτη έχει μόνο μία προσφορά σατβικού παρά οποιουδήποτε άλλου (ρατζασικού ή ταμασικού) τύπου. Βλ. Gyanshruti, S., Srividyananda, S., Yajna: A Comprehensive Survey, Yoga Publications Trust, Bihar India, 2006, σ.79
[9] Choudhuri, U., “Vedic Ritual and its Symbolism”, World Affairs: The Journal of International Issues, vol.6, no 1, 2002, σ.198.
[10] Gyanshruti, S., Srividyananda, S., Yajna: A Comprehensive Survey, Yoga Publications Trust, Bihar India, 2006, σ.199
[11] Choudhuri, U., “Vedic Ritual and its Symbolism”, World Affairs: The Journal of International Issues, vol.6, no 1, 2002, σ. 202
[12] Choudhuri, U., όπ. π., σ.200
[13] Kashyap, R.L., Taittirīya Āraṇyaka (Kriṣhṇa Yajur Veda): Part I, SAKSHI Trust, 2014, σ. 187-188
[14] “When one hungers and thirsts and does not enjoy himself-that is that is a Preparatory Consecration Ceremony (diksa). When he eats, drinks, and enjoys himself- then he joins in the Upasada ceremonies. When one laughs and eats and practices sexual intercourse – then he joins in the Chant and Recitation. Austerity (tapas), alms-giving (dāna), uprightness (ārjana), harmlessness (ahimsā), truthfulness (satya)-these are one’s gifts for the priests.”, Chāndogya Upaniṣad (3: 17, 1-4). Βλ. Hume, R.E., The Thirteen Principal Upanishads, Oxford University Press, 1921, σ.212
[15] Deussen, P., Sixty Upanisads of the Veda (Part I), Montilal Banarsidass Publishers, 1997
[16] Πιο αναλυτικά για τις παραπάνω τελετουργικές πρακτικές Βλ. Mohan, A.G., Mohan, G., Krishnamacharya in his own words: Asana, Pranayama, Meditation, Mantra, Ritual, Ayuverda, Svastha Yoga, 2022, σ. 79-82 και 87-88.
[17] Η λέξη “sandhyā” αναφέρεται γενικά στην ώρα κατά την οποία η νύχτα γίνεται μέρα (όταν ο ήλιος ανατέλλει) και η μέρα γίνεται νύχτα (όταν ο ήλιος δύει). Ο Krishnamacharya προσθέτει και έναν τρίτο χρόνο, εκείνον κατά τον οποίο ο ήλιος φτάνει στο υψηλότερο σημείο του το καταμεσήμερο.